- υπέρχρεως
- -ων, ΜΑ, και ὑπέρχρειος, -ον, Μβυθισμένος στα χρέη, καταχρεωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -χρεως (< χρέος/ χρεῖος / χρέως), πρβλ. κατά-χρεως, ὑπό-χρεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπέρχρεως — ὑπέρχρεω̆ς , ὑπέρχρεως over head and ears in debt adverbial ὑπέρχρεω̆ς , ὑπέρχρεως over head and ears in debt masc/fem nom pl ὑπέρχρεω̆ς , ὑπέρχρεως over head and ears in debt masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρχρειος — ον, Μ βλ. ὑπέρχρεως … Dictionary of Greek